- αχρήστευση
- ητο να καταστήσει κανείς κάτι άχρηστο, ακατάλληλο για χρήση.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
αχρηστία — η (AM ἀχρηστία) [άχρηστος] το να είναι κάτι άχρηστο, ακατάλληλο για χρήση νεοελλ. η αχρήστευση … Dictionary of Greek
εκμηδένιση — η 1. ολοσχερής εξουδετέρωση, αχρήστευση 2. ολοσχερής εξόντωση … Dictionary of Greek
εμβολή — Απόφραξη αιμοφόρου αγγείου από έμβολο που μπορεί να είναι στερεό, υγρό και αέριο και έχει μεταφερθεί στη θέση αυτή με την κυκλοφορία του αίματος, σε αντίθεση με τη θρόμβωση, όπου ο θρόμβος σχηματίστηκε στη θέση της απόφραξης. Τα στερεά έμβολα τις … Dictionary of Greek
σουλφάτωση — η, Ν (χημ. ηλεκτρολ.) διεργασία που συνίσταται στον σχηματισμό ενός στρώματος θειούχου μολύβδου στις πλάκες ενός ηλεκτρικού συσσωρευτή μολύβδου, διεργασία που επιταχύνεται όταν ο συσσωρευτής παραμένει αχρησιμοποίητος, γεγονός που οδηγεί τελικά… … Dictionary of Greek
Ιάβα — (διεθν. Java Jawa). Νησί (127.569 τ. χλμ., 121.352.608 κάτ. το 2000) της Ινδονησίας, στο νότιο τμήμα του ινδονησιακού τόξου. Βρέχεται στα Β από τη θάλασσα της Ι. και στα Ν από τον Ινδικό ωκεανό, ενώ εκτείνεται σε μήκος που υπερβαίνει τα 1.000 χλμ … Dictionary of Greek
Κάμιρος — Αρχαία πόλη στη δυτική ακτή της Ρόδου. Οι πρώτοι κάτοικοί της ήταν Κάρες· έπειτα εγκαταστάθηκαν εκεί Αχαιοί και περίπου το 1000 π.Χ. Δωριείς. Η Κ. ανήκε στη Δωρική Εξάπολη και ήταν μέλος της Α’ Αθηναϊκής συμμαχίας. Μετά την ίδρυση της Ρόδου κατά… … Dictionary of Greek
Λέρνα ή Λέρνη — Αρχαία παραθαλάσσια τοποθεσία της Αργολίδας, περίπου 7 χλμ. Ν του Άργους, στη θέση του σημερινού οικισμού Μύλοι, στις ανατολικές υπώρειες του όρους Ποντίνου. Ήταν φημισμένη στην αρχαιότητα για τα άφθονα νερά της, τα οποία τροφοδοτούν την αργολική … Dictionary of Greek
αχρηστεύω — ευσα, εύτηκα, ευμένος, κάνω κάτι άχρηστο: Στον πόλεμο αχρηστεύτηκαν και τα δυο του χέρια. Ουσ. αχρήστευση, η … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)